κορφάδα

κορφάδα
η побег растений (особенно тыквы)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κορφάδα" в других словарях:

  • κορφάδα — η [κορφή] ο τρυφερός άκρος βλαστός τών φυτών και ιδίως τής κολοκυθιάς …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθοκορφάδες — οι τα άνθη και οι βλαστοί τού φυτού κολοκυθιά καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα + κορφάδα (< κορφή < κορυφή)] …   Dictionary of Greek

  • κορυφάδα — η (Α κορυφάς, άδος) [κορυφή] νεοελλ. η κορφάδα* αρχ. το σημείο τού ομφαλού που προεξέχει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»